μετοικησις

μετοικησις
    μετοίκησις
    μετ-οίκησις
    -εως ἥ переселение
    

(τοῦ τόπου τοῦ ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Plat.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μετοικησις" в других словарях:

  • μετοίκησις — Cat.Cod. Astr. fem nom sg μετοικία change of abode fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικήσει — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem nom/voc/acc dual (attic epic) μετοικήσεϊ , μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat sg (epic) μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat sg (attic ionic) μετοικέω change one s abode aor subj act 3rd sg (epic) μετοικέω change one s… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικήσεις — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem nom/voc pl (attic epic) μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem nom/acc pl (attic) μετοικέω change one s abode aor subj act 2nd sg (epic) μετοικέω change one s abode fut ind act 2nd sg μετοικέω change one s abode aor subj act… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικήσεσι — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat pl μετοικία change of abode fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοικήσεσιν — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem dat pl μετοικία change of abode fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκησιν — μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem acc sg μετοικία change of abode fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μετοίκηση — η (ΑΜ μετοίκησις) [μετοικώ] 1. αλλαγή τού τόπου κατοικίας ή τού τόπου διαμονής, μετοικεσία 2. εγκατάσταση σε ξένη χώρα, μετανάστευση 3. φρ. «μετοίκηση τής Βαβυλώνος» η μετοικεσία τής Βαβυλώνος νεοελλ. 1. μτφ. α) κάθε ομαδική μετακίνηση σε άλλο… …   Dictionary of Greek

  • ՓՈԽԱԲՆԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0946 Chronological Sequence: Unknown date, 8c գ. μετοίκησις, μετοικία migratio. Փոխաբնակն լինել. գալ բնակել յայլ երկիր. *Հասանել այնմ՝ որ կամեսցի ʼի փոխաբնակութիւն. . . Մանկանցն փոխաբնակացն շինօղք ելով, եւ լինել ամաց հնգետասանից… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • μετοικήσεως — μετοικήσεω̆ς , μετοίκησις Cat.Cod. Astr. fem gen sg (attic) μετοικήσεω̆ς , μετοικία change of abode fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»